αμοτος

αμοτος
    ἄμοτος
    2
    (ᾰ) бешеный, яростный
    

(θήρ Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμοτος" в других словарях:

  • άμοτος — ἄμοτος, ον (AM) [ἄμοτον] βίαιος, σφοδρός, μανιασμένος …   Dictionary of Greek

  • ἄμοτος — insatiably masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμότως — ἄμοτος insatiably adverbial ἄμοτος insatiably masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμοτον — ἄμοτον επίρρ. (Α) 1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς 2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά 3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ἀ αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε τος με …   Dictionary of Greek

  • ἄμοτον — insatiably indeclform (adverb) ἄμοτος insatiably masc/fem acc sg ἄμοτος insatiably neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»